- στρουθί
- το1. το γνωστό πουλί σπουργίτης.2. είδος φυτού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρουθί — (I) το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Silena inflate, τού γένους σιληνή, ζιζάνιο τού οποίου όμως οι βλαστοί, όταν είναι τρυφεροί, είναι εδώδιμοι, αλλ. στρουθούλα, στρουθόνι ή φουσκούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως (πρβλ. και τις … Dictionary of Greek
στρουθούλα — η, Ν βοτ. το στρουθί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στρουθί (Ι)] … Dictionary of Greek
σιληνή — (σιληνή ή κρεμοκλαδής). Μονοετής πόα της οικογένειας των Καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Κρήτη και στις Μεσογειακές χώρες. Έχει βλαστούς χνουδωτούς, κατακείμενους με πυκνές διακλαδώσεις τα κατώτερα φύλλα είναι σπαθοειδώς αντωοειδή, τα … Dictionary of Greek
στρουθίον — τὸ, ΜΑ βλ. στρουθί (II) … Dictionary of Greek
στρουθόνι — το, Ν το φυτό στρουθίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στρουθί (I)] … Dictionary of Greek
σύρις — A πιθ. είδος φυτού, ίσως το στρουθί … Dictionary of Greek
τοιχοδαίμων — ονος, ὁ, Α μικρό στρουθί, σπουργιτάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + δαίμων] … Dictionary of Greek
υποστρουθίζω — Μ κελαηδώ και, γενικά, ηχώ σαν το στρουθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στρουθίζω «κελαηδώ» … Dictionary of Greek
φουσκούδι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Silena inflata, αλλ. στρουθί, στρουθούλα ή στρουθόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούσκα (Ι) «είδος φυτού» + κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι)] … Dictionary of Greek
φριγγιλ(λ)ίδες — και φρινγκιλ(λ)ίδες, οι, Ν οικογένεια στρουθι όμορφων πτηνών στην οποία ανήκουν η καρδερίνα, ο φλώρος κ.ά. ωδικά πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fringillidae] … Dictionary of Greek